ἡδύφθογγος

ἡδύφθογγος
ἡδῠ-φθογγος, ον,
A sweet-voiced,

τέττιγες Hsch.

s.v. ἠχηταί.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηδύφθογγος — ἡδύφθογγος, ον (Α) αυτός που εκφέρει γλυκούς φθόγγους, γλυκύφθογγος, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφθόγγως (Μ) με ηδύφθογγο τρόπο, γλυκύφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φθόγγος (< φθόγγος < φθέγγομαι) πρβλ. μελί φθογγος, οξύ φθογγος] …   Dictionary of Greek

  • ἡδύφθογγον — ἡδύφθογγος sweet voiced masc/fem acc sg ἡδύφθογγος sweet voiced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυφθόγγους — ἡδύφθογγος sweet voiced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύφθογγα — ἡδύφθογγος sweet voiced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύφθογγοι — ἡδύφθογγος sweet voiced masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”